Της Δημητρας Μανιφαβα
Σειρά στρεβλώσεων και παθογενειών στο χονδρεμπόριο νωπών οπωροκηπευτικών διαπιστώνει μελέτη της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου (ΓΓΕ), η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Μνημόνιο. Χονδρικές αγορές και δημοπρατήρια λειτουργούν υπό συνθήκες καρτέλ, ενώ την ίδια ώρα ο αγροτικός κλήρος παραμένει κατακερματισμένος, αδυνατώντας έτσι να είναι ανταγωνιστικός. Αν μη τι άλλο τα συμπεράσματα της μελέτης ερμηνεύουν τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, αλλά και την εκτεταμένη φοροδιαφυγή που επικρατεί στον κλάδο, ενώ αποκαλύπτεται και η ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού στην εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη μελέτη της ΓΓΕ (με επικεφαλής τον κ. Απ. Ντάφλο) ειδικά σε προϊόντα τα οποία επιδέχονται αποθήκευση μακράς διάρκειας (π.χ. πατάτες) οι χονδρέμποροι έχουν τη δυνατότητα να προκαλούν τεχνητή έλλειψη στην αγορά με συνέπεια την αύξηση των τιμών. Μάλιστα, μέσα από τις συνεντεύξεις που πραγματοποίησαν οι συγγραφείς της μελέτης με εταιρείες του κλάδου νωπών οπωροκηπευτικών, εντόπισαν ενδείξεις για εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ χονδρεμπόρων σε επιμέρους αγορές. Ηδη, άλλωστε, βρίσκεται σε εξέλιξη σχετική κλαδική έρευνα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Αλλος τρόπος τεχνητής αύξησης των τιμών είναι τα εικονικά τιμολόγια. Βάσει του ισχύοντος φορολογικού συστήματος, οι παραγωγοί λαμβάνουν επιστροφή ΦΠΑ ίση με το 11% των πωλήσεών τους. Το παραπάνω αποτελεί ισχυρό κίνητρο έτσι ώστε να εμφανίζουν τιμολόγια με τιμές υψηλότερες από αυτές στις οποίες πωλούν στην πραγματικότητα τα προϊόντα τους. Αποτέλεσμα; Αφού η τιμή από το χωράφι εμφανίζεται να ξεκινά από υψηλά επίπεδα είναι αναμενόμενο να είναι υψηλή μέχρι και τη λιανική πώληση. Επίσης, όπως αναφέρεται στη μελέτη, «διαπιστώθηκε ότι τα δημοπρατήρια διενεργούν δημοπρασία μέσω κλειστών προσφορών, κάτι το οποίο περιορίζει τη διαφάνεια των συναλλαγών. Επιπρόσθετα, λειτουργούν σε διαφορετικό ωράριο, με αποτέλεσμα οι τιμές που διαμορφώνονται στο πρώτο, κατά χρονική σειρά, δημοπρατήριο, να επηρεάζει τη διαμόρφωση τιμών των υπολοίπων». Πίσω από τη στρεβλή λειτουργία της αγοράς οπωροκηπευτικών βρίσκονται και διαρθρωτικά προβλήματα.
Στις κεντρικές αγορές λειτουργούν πολλές και μικρές επιχειρήσεις που αδυνατούν να πραγματοποιήσουν οικονομίες κλίμακος. Στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών δραστηριοποιούνται 357 επιχειρήσεις και το 54% αυτών πραγματοποιεί ετήσιο τζίρο κάτω από 1 εκατ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης είναι 58%.
Στην έκθεση, τέλος, επισημαίνεται ότι η αυξανόμενη στροφή των καταναλωτών προς το κανάλι των σούπερ μάρκετ για την προμήθεια των οπωροκηπευτικών ενίσχυσε τη θέση των οργανωμένων λιανεμπόρων έναντι των παραγωγών. Συνέπεια αυτού είναι η επιμήκυνση του χρόνου πληρωμής των παραγωγών, ο οποίος για ορισμένες αλυσίδες υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Πηγή: news.kathimerini.gr